- μυροποιείο
- τοτο εργαστήριο ή εργοστάσιο τού μυροποιού, το αρωματοποιείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυροποιός. Η λ., στον λόγιο τ. μυροποιεῖον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυροποιείο — το εργοστάσιο ή εργαστήριο που παρασκευάζει αρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)